- γόνιμος
- γόνιμοςproductivemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γόνιμος — η, ο (AM γόνιμος, ον) [γόνος] 1. ικανός να γεννάει, να παράγει, παραγωγικός, εύφορος 2. δημιουργικός, εφευρετικός 3. αποτελεσματικός αρχ. 1. γνήσιος 2. αυτός που μπορεί να ζήσει, ο βιώσιμος 3. (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών… … Dictionary of Greek
γόνιμος — η, ο 1. ικανός να γεννήσει, εύφορος, παραγωγικός: Γόνιμο έδαφος. 2. δημιουργικός, αποδοτικός: Έχουμε μια γόνιμη συνεργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονιμώτερον — γόνιμος productive masc acc comp sg γόνιμος productive neut nom/voc/acc comp sg γόνιμος productive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονιμωτάτων — γόνιμος productive fem gen superl pl γόνιμος productive masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονιμωτέραις — γόνιμος productive fem dat comp pl γονιμωτέρᾱͅς , γόνιμος productive fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονιμωτέρων — γόνιμος productive fem gen comp pl γόνιμος productive masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονιμώτατα — γόνιμος productive adverbial superl γόνιμος productive neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονιμώτατον — γόνιμος productive masc acc superl sg γόνιμος productive neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονίμως — γόνιμος productive adverbial γόνιμος productive masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόνιμον — γόνιμος productive masc/fem acc sg γόνιμος productive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)